Εξοικονομώ 2023: Μια «ανάσα» για τις νέες αιτήσεις, η απαραίτητη προϋπόθεση για τους επιλέξιμους

Από τις 12 Ιουνίου έως και τις 15 Σεπτεμβρίου θα μπορούν να υποβάλουν τις αιτήσεις τους, οι ενδιαφερόμενοι για το πρόγραμμα «Εξοικονομώ 2023».

Ανοίγει στις 12 Ιούνιου η ψηφιακή πλατφόρμα υποβολής αιτήσεων https://exoikonomo2023.gov.gr για το πρόγραμμα «Εξοικονομώ 2023» που φέρνει επιδοτήσεις ύψους έως και 22.000 ευρώ, με τους ενδιαφέρομενους να καλούνται να καταθέσουν την αίτησή τους έως και την 15η Σεπτεμβρίου 2023.

Υπενθυμίζεται πως για κάθε κατοικία που θα επιλεγεί προς ένταξη στο «Εξοικονομώ 2023» στόχος είναι η υποχρεωτική αναβάθμιση κατά τουλάχιστον τρεις ενεργειακές κατηγορίες, ώστε να εξασφαλίζεται εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας σε ποσοστό άνω του 30%.

Οι προϋποθέσεις για υπάγωγη στο «Εξοικονομώ»

Οι κατοικίες που θα επιλεγούν για υπαγωγή στο Πρόγραμμα, θα πρέπει να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:

  • Να υφίστανται νόμιμα.
  • Να μην έχουν κριθεί κατεδαφιστέες.
  • Να χρησιμοποιούνται ως κύριες κατοικίες.
  • Να έχουν καταταχθεί βάσει του Πρώτου Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης (Α’ Π.Ε.Α.) σε κατηγορία χαμηλότερη ή ίση της Γ.
  • Να μην είναι επιλέξιμες με χρήση βραχυχρόνιας μίσθωσης (τύπου Airbnb).

Αφού η αίτηση για ένταξη στο Πρόγραμμα κριθεί «Καταρχήν Επιλέξιμη», απαιτείται η έκδοση και υποβολή στο Πρόγραμμα Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτιρίου.

Οι επιλέξιμες παρεμβάσεις

Οι παρεμβάσεις που θεωρούνται επιλέξιμες είναι οι εξείς:

  • Αντικατάσταση κουφωμάτων.
  • Τοποθέτηση/Αναβάθμιση θερμομόνωσης.
  • Αναβάθμιση συστήματος θέρμανσης/ψύξης.
  • Σύστημα ζεστού νερού χρήσης (ΖΝΧ) με χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
  • Λοιπές παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας (εγκατάσταση έξυπνου συστήματος διαχείρισης (smart home), έξυπνα συστήματα διαχείρισης ηλεκτρικών φορτίων, Έξυπνα συστήματα ελέγχου της θέρμανσης/ψύξης, έξυπνα συστήματα απομακρυσμένου ελέγχου και παρακολούθησης).

Προϋποθέσεις ένταξης ωφελούμενων στο πρόγραμμα

  • Δικαίωμα συμμετοχής στο Πρόγραμμα έχουν φυσικά πρόσωπα που διατηρούν εμπράγματο δικαίωμα (πλήρης κυριότητα / επικαρπία / ψιλή κυριότητα) σε επιλέξιμη κατοικία, ενώ δεν μπορούν να κάνουν αίτηση οι δυνητικοί δικαιούχοι του προγράμματος «Εξοικονομώ – Ανακαινίζω για νέους».
  • Για κάθε επιλέξιμο φυσικό πρόσωπο είναι δυνατή η υποβολή μόνο μίας αίτησης.
  • Κατοικία, με ενεργή αίτηση σε κάποιο από τα Προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης, «Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον ΙΙ», «Εξοικονομώ- Αυτονομώ», «Εξοικονομώ 2021» και «Εξοικονομώ-Ανακαινίζω για νέους» δεν έχει δικαίωμα υποβολής στο παρόν πρόγραμμα.

Κατοικία, με ενεργή αίτηση σε κάποιο από τα Προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης, «Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον ΙΙ», «Εξοικονομώ- Αυτονομώ», «Εξοικονομώ 2021» και «Εξοικονομώ-Ανακαινίζω για νέους» δεν έχει δικαίωμα υποβολής στο παρόν πρόγραμμα.

Κριτήρια για τη βαθμολόγηση των αιτήσεων

eksoikonomo234

Οι ελληνικές επιχειρήσεις ενστερνίζονται τα κριτήρια ESG

Το 95% των επιχειρήσεων αναγνωρίζουν τη σημαντικότητα της Βιώσιμης Ανάπτυξης και της Εταιρικής Υπευθυνότητας, ενώ 7 στις 10 δαπάνησαν υψηλότερα ποσά για την υλοποίηση πρακτικών ESG το 2022 συγκριτικά με το 2021.

Η παγκόσμια τάση των επιχειρήσεων να ενσωματώνουν όλο και περισσότερο στις στρατηγικές ανάπτυξής τους τα κριτήρια ESG, ευθυγραμμιζόμενες με τους Παγκόσμιους Στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του ΟΗΕ αλλά και τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050, έχει αναμφισβήτητα επηρεάσει τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας των επιχειρήσεων και στην Ελλάδα.

Ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις προβαίνουν στη μέτρηση, τη δημοσιοποίηση και τη διαχείριση των κινδύνων και των ευκαιριών που σχετίζονται με τη βιώσιμη ανάπτυξη, ανεβάζοντας τον πήχη όσον αφορά τις υιοθετούμενες στρατηγικές αειφορίας και βιωσιμότητας.

Μάλιστα, όπως σημειώνει ο κ. Νικήτας Κωνσταντέλλος, πρόεδρος και CEO της ICAP CRIF με αφορμή τα αποτελέσματα της Πρωτογενούς Έρευνας Βιώσιμης Ανάπτυξης και ESG σε επιχειρήσεις που εκπόνησε η εταιρεία, “οι τελευταίες εξελίξεις με την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία κατέστησαν ακόμα πιο αναγκαία και επιτακτική για τις εταιρείες την αναπροσαρμογή των επιχειρηματικών τους μοντέλων και της στρατηγικής τους στη βάση των κριτηρίων ESG, ώστε να ανταποκριθούν στις σημερινές προκλήσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 95% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, αναγνωρίζουν τη σημαντικότητα της Βιώσιμης Ανάπτυξης και της Εταιρικής Υπευθυνότητας χαρακτηρίζοντάς την ως “πολύ” ή “πάρα πολύ” σημαντική, με σχεδόν 7 στις 10 επιχειρήσεις να δηλώνουν ότι δαπάνησαν υψηλότερα ποσά για την υλοποίηση πρακτικών ESG το 2022 συγκριτικά με το 2021. Ωστόσο, οι εταιρείες κρίνουν ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια ανάπτυξης των δράσεων ESG, αφού το 55% θεωρεί ότι ο βαθμός διείσδυσης/εφαρμογής των σχετικών πρακτικών κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα”.

Τη σημασία που δίνουν, πλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις στις σχετικές με τη βιώσιμη ανάπτυξη δράση, αναδεικνύουν και οι απαντήσεις τους όσον αφορά το ποιος αποφασίζει σχετικά με αυτές.

Περισσότερες από μία στις τρεις εταιρείες (35%) απάντησαν ότι η ίδια η Διοίκηση της εταιρείας αναλαμβάνει τη διαχείριση των δράσεων ESG, γεγονός που σχετίζεται με την άρρηκτη σύνδεση της βιώσιμης ανάπτυξης με το όραμα, τις αξίες και την επιχειρηματική στρατηγική των επιχειρήσεων. Ακολουθεί με ποσοστό 29% η Ξεχωριστή Διεύθυνση/Τμήμα της εταιρείας (το 60% αυτών ανήκουν στις μεγάλες οντότητες με συνολικό κύκλο εργασιών που ξεπερνά τα 50 εκατ. ευρώ), ενώ αξιόλογο μερίδιο αποσπά η Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού με 10%.

Τέλος, η Οικονομική Διεύθυνση και η Διεύθυνση μάρκετινγκ, Επικοινωνίας και Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης κατέλαβαν μερίδια 6% και 4% αντίστοιχα. Σημαντικό μερίδιο απέσπασε και η επιλογή Άλλο (16%) που περιλαμβάνει κυρίως τη διατμηματική στρατηγική, δηλαδή την από κοινού λήψη αποφάσεων για τις σχετικές δράσεις απ’ όλες τις διευθύνσεις μιας εταιρείας.

Όσον αφορά δε, το ύψος των κονδυλίου που δαπανούν οι επιχειρήσεις για δράσεις ESG προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των εταιρειών (61%) δαπανά έως 200 χιλ. ευρώ. Το 17% των επιχειρήσεων δαπανά από 200 χιλ. έως 500 χιλ. ευρώ και το 5% από 500 χιλ. έως 1 εκατ. ευρώ. Περισσότερες από μία στις 10 εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα (11%) δαπάνησαν από 1 εκατ. έως 5 εκατ. ευρώ, ενώ πάνω από 5εκατ. ευρώ έδωσε το 6% των εταιρειών του δείγματος. Από τα στοιχεία, δε, προκύπτει ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση του συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων με τα ποσά που δαπανούν για τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Ιδιαίτερα σημαντικό ωστόσο, είναι το γεγονός ότι το 66% των επιχειρήσεων αύξησαν τις δαπάνες τους για ενέργειες ESG το 2022 συγκριτικά με το 2021, ενώ μόλις το 3% δήλωσε ότι τις περιόρισε έναντι του προηγούμενου έτους.

Πού επενδύουν οι ελληνικές εταιρείες

Όσον αφορά την κατανομή του συνολικού προϋπολογισμού των εταιρειών για δράσεις ESG, στους βασικούς πυλώνες: Περιβάλλον, Κοινωνία και Εταιρική Διακυβέρνηση, τη μερίδα του λέοντος των κονδυλίων για το 2022 απέσπασαν οι περιβαλλοντικές δράσεις (40%). Ακολουθούν με μικρή διαφορά (36%) οι δράσεις που σχετίζονται με την κοινωνία και οι ενέργειες που αφορούν στην εταιρική διακυβέρνηση (24%). Οι δαπάνες για περιβαλλοντικές δράσεις κερδίζουν μερίδιο από τις δαπάνες για την κοινωνία συγκριτικά με τα αποτελέσματα της περσινής έρευνας.

Πιο αναλυτικά, οι κυριότερες πρακτικές που ανέπτυξαν οι επιχειρήσεις ανά κύριο άξονα ESG αφορούν:

  • Περιβάλλον

Αναγνωρίζοντας τον αντίκτυπο που έχει η λειτουργία τους στο φυσικό περιβάλλον, οι επιχειρήσεις υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό δράσεις που σχετίζονται με την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη δραστηριότητά τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 85% των εταιρειών του δείγματος έχει ως προτεραιότητα την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτιού και των στερεών αποβλήτων (διαχωρισμός ανά κατηγορία υλικού ανακύκλωσης, κλπ.) σε μεγάλο βαθμό (“πολύ” ή “πάρα πολύ”).

Ακολουθούν η εφαρμογή εσωτερικών προγραμμάτων ανακύκλωσης, με μερίδιο 82%, και η ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης του προσωπικού, αποσπώντας ποσοστό 80%. Αξιόλογο ποσοστό καταλαμβάνει η ένταξη συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης σύμφωνα με εθνικά/διεθνή πρότυπα (75%), οι ενέργειες για την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων που χρησιμοποιεί η εταιρεία (64%) και η αξιολόγηση των ενεργειακών επιδόσεων σε σχέση με συγκεκριμένους μεσοπρόθεσμους περιβαλλοντικούς στόχους που έχει θέσει η ίδια η εταιρεία για τη μείωση του ενεργειακού της αποτυπώματος (59%).

Τέλος, η χρήση ενέργειας προερχόμενη από ανανεώσιμες πηγές απέσπασε ποσοστό 45%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι περιβαλλοντικές δράσεις ενίσχυσαν τα ποσοστά τους συγκριτικά με τα αντίστοιχα που έλαβαν στην προηγούμενη έρευνα, γεγονός που καταδεικνύει την ολοένα αυξανόμενη σημασία που δίνουν οι εταιρείες στο περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.

  • Κοινωνία

Παράλληλα, αναγνωρίζοντας τις κοινωνικές επιδράσεις της λειτουργίας τους, εννιά στις δέκα εταιρείες του δείγματος δήλωσαν ότι παρέχουν ίσες ευκαιρίες προς όλους τους εργαζομένους σε βαθμό “πολύ” ή “πάρα πολύ”. Ομοίως, το 88% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι παρέχει πρόσθετες παροχές ή οικονομικές διευκολύνσεις.

Ακολουθούν, αποσπώντας ποσοστό 85% σε βαθμό “πολύ” ή “πάρα πολύ” η κάθε επιλογή, η πρόσθετη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και οι δυνατότητες εκπαίδευσης ή βελτίωσης των δεξιοτήτων του προσωπικού. Τονίζεται ότι η πρόσθετη ιατροφαρμακευτική κάλυψη στο προσωπικό δηλώθηκε από δύο στις τρεις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στον μέγιστο βαθμό (“πάρα πολύ”).

Και οι τέσσερις αυτές δράσεις αποτελούν σταθερή προτεραιότητα για τις εταιρείες, καθώς συγκεντρώνουν διαχρονικά ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά. Αξιόλογα ποσοστά καταλαμβάνουν η αξιολόγηση των επιδόσεων των εργαζομένων σε ετήσια βάση (78%), οι δωρεές ή παροχές σε χρήμα ή αγαθά (76%) καθώς και η ανταπόκριση σε έκτακτες καταστάσεις, όπως οι καταστροφές από πυρκαγιές, φυσικά φαινόμενα κ.λπ. (72%).

Πιο χαμηλά μερίδια απέσπασαν η υποστήριξη καλλιτεχνικών, αθλητικών, πολιτισμικών εκδηλώσεων (56%), ο εθελοντισμός των εργαζομένων και η συμμετοχή σε πρωτοβουλίες βιώσιμης ανάπτυξης (π.χ. αιμοδοσία, καθαρισμοί περιοχών, δενδροφύτευση, κ.λπ.) (54%), και οι δράσεις/πρωτοβουλίες για την ενίσχυση ΜΚΟ (41%).

  • Εταιρική Διακυβέρνηση

Όσον αφορά την εταιρική διακυβέρνηση, δηλαδή το σύνολο των αρχών που υιοθετεί μία εταιρεία προκειμένου να διασφαλίσει την απόδοσή της, τα συμφέροντα των μετόχων της και τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων μερών (stakeholders), το 90% των εταιρειών δήλωσαν ότι εφαρμόζουν δράσεις/πρωτοβουλίες με στόχο την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (π.χ.GDPR – Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων). Το 85% επέλεξε τη συμμόρφωση με τις ισχύουσες πρακτικές Επιχειρηματικής Ηθικής σε μεγάλο βαθμό (“πολύ”και “πάρα πολύ”).

Την ενσωμάτωση των τεχνολογιών cloud για την αποθήκευση και χρήση δεδομένων (π.χ. αντικατάσταση έντυπου αρχείου με ψηφιακές βάσεις δεδομένων) εφαρμόζει σε “πολύ” ή “πάρα πολύ” μεγάλο βαθμό το 78%.Ακολουθούν η συνεχής επικοινωνία και ο διάλογος με τα ενδιαφερόμενα μέλη (stakeholders, κ.λπ.) με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εταιρείας, των προϊόντων και υπηρεσιών της με θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία, το περιβάλλον και την οικονομία (66%), η συμμόρφωση με το ισχύον Κανονιστικό Πλαίσιο, διεθνείς βέλτιστες πρακτικές και πρότυπα για τη βιώσιμη ανάπτυξη (Πρότυπα GRI, κ.ά.) (65%), και η προώθηση της καινοτομίας (65%). Χαμηλότερα, αλλά αξιόλογα, ποσοστά και αυξημένα σε σχέση με την περσινή έρευνα απέσπασαν και η εκπροσώπηση γυναικών στο ΔιοικητικόΣυμβούλιο (61%) και η χρήση κοινωνικών και περιβαλλοντικών κριτηρίων στις διαδικασίες επιλογής συνεργατών και προμηθευτών (55%).

Πόσο έχει ωριμάσει το ESG στην Ελλάδα

Όπως προαναφέρθηκε, οι ελληνικές εταιρείες αναγνωρίζουν τη σημαντικότητα της Βιώσιμης Ανάπτυξης και της Εταιρικής Υπευθυνότητας και την κατατάσσουν όλο και πιο ψηλά στις δράσεις και την επιχειρησιακή τους στρατηγική. Σύμφωνα με την έρευνα της ICAP CRIF, το 90% των επιχειρήσεων του δείγματος (από 92% στην έρευνα του 2022) θεωρούν τη Bιώσιμη Ανάπτυξη “πολύ” ή “πάρα πολύ” σημαντική.

Την ίδια στιγμή, οι εταιρείες θεωρούν ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης του ESG από το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εταιρειών του δείγματος (55%) θεωρεί ότι ο βαθμός ενσωμάτωσής τους διαμορφώνεται σε μέτρια επίπεδα. Επισημαίνεται ότι πάνω από μία στις τρεις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα πιστεύει ότι οι δράσεις ESG εφαρμόζονται σε μικρό ή ελάχιστο βαθμό (35%), ενώ το 9% του δείγματος (από 8% στην έρευνα του 2022) θεωρεί ότι έχουν υιοθετηθεί σε “πολύ” ή “πάρα πολύ” μεγάλο βαθμό από τις εγχώριες επιχειρήσεις.

Τα εμπόδια

Ωστόσο, η υιοθέτηση των κριτηρίων ESG δεν είναι εύκολο “σπορ”. Ως κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας στην υλοποίηση δράσεων ESG αναδεικνύεται διαχρονικά, με ποσοστό 15%, η δαπάνη/κόστος για την εφαρμογή ενός προγράμματος βιώσιμης ανάπτυξης και ακολουθούν, καταλαμβάνοντας μερίδιο 14%, οι οικονομικές πιέσεις εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης. Η έλλειψη κινήτρων προς τις επιχειρήσεις για την ανάληψη σχετικών δράσεων απέσπασε ποσοστό 13%. Έπονται, με 11%, η μη επαρκής γνώση και κατάρτιση της διοίκησης της εταιρείας σε θέματα βιωσιμότητας (ESG) και η έλλειψη εθνικού ρυθμιστικού πλαισίο.

Με 10% αξιολογείται η γραφειοκρατία και ακολουθούν με 9% η ελλιπής ενημέρωση των πολιτών για την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης και η δυσκολία μέτρησης της βιωσιμότητας. Τελευταίος παράγοντας στην κατάταξη βάσει σπουδαιότητας εμφανίζεται το μέγεθος της επιχείρησης (8%), αναμενόμενο αν ληφθεί υπόψη ότι η έρευνα απευθυνόταν στις 1.000 μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, ως πρώτη επιλογή, σχεδόν τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα (38%) επέλεξαν τις οικονομικές πιέσεις που δέχονται εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, γεγονός ενδεικτικό της δυσκολίας που αντιμετώπισαν στη διαχείριση της αύξησης του ενεργειακού κόστους λειτουργίας τους.

Η ταυτότητα της έρευνας

Χρόνος διεξαγωγής: 01.02.2023 – 28.02.2023

Μεθοδολογία: Χρησιμοποιήθηκε δομημένο ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις: α) μιας μόνο απάντησης β) πολλαπλών απαντήσεων και γ) ιεράρχησης τωναπαντήσεων κατά σημαντικότητα μεβάση συγκεκριμένη κλίμακα.

Πληθυσμός της έρευνας: Το ερωτηματολόγιο εστάλη στις 1.000 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας βάσει απασχολούμενου ανθρώπινου δυναμικού, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται οι κορυφαίες 500 που αναφέρονται στην παρούσα έκδοση.

Δείγμα: 144 επιχειρήσεις (14,4% του πληθυσμού της έρευνας) από διάφορους κλάδους της ελληνικής οικονομίας που δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.

Παράταση στην ημερομηνία συμμετοχής των επιχειρήσεων στον Εθνικό Διάλογο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, έως τις 15 Ιουνίου

Παράταση έως τις 15 Ιουνίου 2023, δόθηκε στην ημερομηνία συμμετοχής των επιχειρήσεων στον Εθνικό Διάλογο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.

Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών – ΕΒΕΑ, στο πλαίσιο της ευρύτερης συνεργασίας του με τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό “QualityNet Foundation”, ενημερώνει τις επιχειρήσεις – μέλη του για τη δυνατότητα συμμετοχής τους στον Εθνικό Διάλογο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, μέσω της καταγραφής των δράσεων και των πρωτοβουλιών τους, οι οποίες εν συνεχεία, θα παρουσιάσουν τα επιτεύγματα τους κατά τη διάρκεια της “Εβδομάδας Βιώσιμης Ανάπτυξης 2023 – Bravo Sustainability Week 2023” που θα πραγματοποιηθεί στις 19 – 23 Ιουνίου 2023.

Οι Πυλώνες είναι:

  • Διακυβέρνηση
  • Αγορά
  • Περιβάλλον
  • Συνεργασία
  • Κοινωνία

Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε τον ιστότοπο: www.bravosustainabilityawards.com

PwC: 82% ανάπτυξη των ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων σε βάθος διετίας

Η εμπιστοσύνη ήταν -και παραμένει- ένα βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των οικογενειακών επιχειρήσεων. Εντούτοις, ο τρόπος με τον οποίο οι επιχειρήσεις οικοδομούν την εμπιστοσύνη αλλάζει θεμελιωδώς και ταχύτατα. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης της PwC «11th Global Family Business Survey 2023, Transform to Build Trust».

Στο σημερινό περιβάλλον, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονη αβεβαιότητα, αναταραχές και αναπροσαρμογές, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν νέα δεδομένα. Η δημογραφική σύνθεση των πελατών, των υπαλλήλων τους αλλά και των ίδιων των μελών των επιχειρηματικών οικογενειών αλλάζει με τις γενιές των millennials και της gen Ζ να έχουν διαφορετικές αξίες από αυτές των baby boomers.

Την ίδια στιγμή, οι οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες για χρόνια βασίζονται σε ένα «συμβόλαιο εμπιστοσύνης», που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, άργησαν να συνειδητοποιήσουν αυτή την αλλαγή.

Η νέα φόρμουλα εμπιστοσύνης

Σύμφωνα με τα ευρήματα της Παγκόσμιας Έρευνας Οικογενειακών Επιχειρήσεων της PwC, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προσεγγίσουν νέες ομάδες ενδιαφερομένων κατανοώντας τις διαφορετικές προσδοκίες τους αναφορικά με την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και
λαμβάνοντας υπόψη τον επίσης διαφορετικό τρόπο «κατανάλωσης πληροφοριών» που τους διακρίνει.

Οι οικογενειακές επιχειρήσεις θα χρειαστεί, επομένως, να προσπαθήσουν πολύ περισσότερο τόσο για την προβολή των αξιών που δημιουργούν εμπιστοσύνη, όσο και για το αφήγημα πάνω στο οποίο βασίζονται. Με άλλα λόγια, καλούνται να αυξήσουν την επικοινωνία των προσπαθειών τους και να τις γνωστοποιούν με συνέπεια στα ενδιαφερόμενα μέρη.

Πρόκειται για μία σημαντική αλλαγή στη φόρμουλα οικοδόμησης και διατήρησης της εμπιστοσύνης, με την οποία δυστυχώς πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις δεν είναι εξοικειωμένες.

Σύμφωνα με την έρευνα, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη, οι οικογενειακές επιχειρήσεις χρειάζεται να δώσουν προτεραιότητα σε ενέργειες που σχετίζονται με τα κριτήρια ESG αλλά και τη διαφορετικότητα, τη συμπερίληψη και την ισότητα. Σε βαθμό, μάλιστα, που να είναι εξίσου σημαντικός με τη σημασία που δίνουν στην ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών τους.

Έτσι, οι οικογενειακές επιχειρήσεις χρειάζεται όχι μόνο να προβούν σε αλλαγές και να μετασχηματιστούν για να οικοδομήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης, αλλά καλούνται ταυτόχρονα να το δείξουν και να το επικοινωνήσουν, καθιστώντας τις προσπάθειές τους ορατές και γνωστοποιώντας τις ξεκάθαρα σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, στα οποία οφείλουν να συμπεριλάβουν όχι μόνο τους πελάτες, τους υπαλλήλους και τα μέλη της οικογένειάς τους, αλλά και το ευρύ κοινό.

Οι οικογενειακές επιχειρήσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως επιθυμούν να οικοδομήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης πρωτίστως με τους πελάτες, τους υπαλλήλους και τα μέλη της οικογενείας τους. Εντούτοις, πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις απαντούν στην έρευνα ότι
δεν απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης των ομάδων αυτών.

Η αντίληψη αυτή φαίνεται να είναι συνεπής μεταξύ των ελληνικών και των διεθνών οικογενειακών επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή, τόσο οι Έλληνες όσο και οι ξένοι επιχειρηματίες αναγνωρίζουν ότι δεν προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες για τη γεφύρωση του χάσματος.

Ενέργειες στις οποίες περιλαμβάνεται η λήψη ξεκάθαρης θέσης σε σημαντικά ζητήματα, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή στρατηγικής σε θέματα ESG και η δέσμευση έναντι της διαφορετικότητας, της συμπερίληψης και της ισότητας.

Ο μετασχηματισμός και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών

Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις θέτουν τους στόχους τους, ιεραρχούν τις δράσεις τους και κατευθύνουν την ενέργειά τους σε παραδοσιακά συστατικά οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης: ποιότητα προϊόντων, ικανοποίηση πελατών, εισαγωγή
νέων προϊόντων.

Ωστόσο, σήμερα, αυτά τα συστατικά δεν αρκούν. Σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο, όπου ο μισός πληθυσμός του είναι millennials και gen Z, οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει. Οι συγκεκριμένες γενιές επιθυμούν οι επιχειρήσεις που υποστηρίζουν, όχι μόνο να προσφέρουν εξαιρετικά αγαθά και υπηρεσίες, αλλά και να επιδεικνύουν τη δέσμευσή τους σε θέματα ESG και διαφορετικότητας, συμπερίληψης και ισότητας ζητώντας από τις εταιρείες να παίρνουν σαφή θέση για τα θέματα που τους ενδιαφέρουν.

Όπως προκύπτει, οι ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις επιδεικνύουν γνώση του προβλήματος, αναφέροντας με ειλικρίνεια ότι αντιλαμβάνονται τη μειωμένη εμπιστοσύνη των πελατών τους. Η βασική αιτία είναι ότι δεν προτεραιοποιούν αυτά που οι πελάτες τους εκτιμούν
περισσότερο.

Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις παρουσίασαν αυξημένη ανάπτυξη σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και με τον παγκόσμιο μέσο όρο. Πιο αισιόδοξες είναι και οι προβλέψεις ανάπτυξης των ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων (82%) έναντι των ξένων (77%) σε βάθος διετίας.

Τα αποτελέσματα αυτά συνάδουν και με τους στόχους των επιχειρήσεων που δίνουν έμφαση στην ικανοποίηση των πελατών (σε ποσοστό 85% των ερωτηθέντων) και στην ανάπτυξη (71%), με τις ελληνικές και τις ξένες επιχειρήσεις να μη διαφορούνται ιδιαίτερα ως προς την ατζέντα των προτεραιοτήτων τους.

Οι Έλληνες επιχειρηματίες, ωστόσο, φαίνεται για μία ακόμη φορά να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην ικανοποίηση των πελατών τους (85%) και την ανάπτυξη (71%) συγκριτικά με τους ξένους (77% και 67% αντίστοιχα) και μικρότερη στην υλοποίηση στόχων συναφών με τα κριτήρια ESG (29% έναντι 31%) και τη διακυβέρνηση (12% έναντι 24%).

Ζητήματα όπως η διαφορετικότητα, η συμπερίληψη και η ισότητα (18%) καθώς και οι κοινωνικός αντίκτυπος (21%) είναι επίσης αρκετά χαμηλότερα στην ατζέντα τους.

Επιπλέον, οι ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις υπολείπονται των διεθνών ομολόγων τους στην παρακολούθηση της υλοποίησης των στόχων τους (58% έναντι μέσου όρου 82% παγκοσμίως), ενώ διστάζουν να κοινοποιήσουν δημόσια λεπτομέρειες σχετικά με τις δράσεις
τους.

Ωστόσο, οι οικογενειακές επιχειρήσεις καλούνται να είναι πιο εξωστρεφείς, ορατές σε σχέση με το παρελθόν, καθώς η διαφάνεια είναι απαραίτητη για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης.

Βασική προτεραιότητα για τις ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την έρευνα, είναι η αξία που παρέχεται στους πελάτες (38%), ακολουθούμενη από τη μεγιστοποίηση του κέρδους βραχυπρόθεσμα (26%), ενώ θέματα που σχετίζονται με τη διαφορετικότητα, τις τοπικές κοινωνίες και την κοινωνική ευθύνη τείνουν να μην αποτελούν βασικές προτεραιότητες.

Παράλληλα, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν δείχνουν διατεθειμένες να αναλάβουν δράση σε σχέση με τον ποιοτικό έλεγχο, τα κριτήρια ESG και τη δημόσια στάση σε κρίσιμα ζητήματα.

Τέλος, οι ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις βασίζονται στην παραδοσιακή φιλανθρωπία ως τρόπο ανταπόδοσης στην κοινωνία και οικοδόμησης εμπιστοσύνης με τις κατά τόπους κοινότητες. Παραγνωρίζουν, όμως, το γεγονός ότι πλέον η φήμη τους δεν θα συνδέεται τόσο με
τη φιλανθρωπική προσφορά τους, όσο με το πώς αντιμετωπίζουν τα θέματα που απασχολούν άμεσα το κοινό.

Ο μετασχηματισμός και η εμπιστοσύνη των εργαζομένων

Όπως προκύπτει από την έρευνα της PwC, οι οικογενειακές επιχειρήσεις κατανοούν τη σημασία της εξασφάλισης της εμπιστοσύνης των εργαζομένων, με τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων να απαντά ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο.

Εντούτοις, μετά από πιο προσεκτικό έλεγχο προκύπτει ότι αυτή η πεποίθηση δεν συνδυάζεται με δράση στους τρεις παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται περισσότερο η εμπιστοσύνη των εργαζομένων και συγκεκριμένα:

1. Σκοπός και αξίες: Μολονότι πρόκειται για ένα πεδίο στο οποίο παραδοσιακά οι οικογενειακές επιχειρήσεις υπερέχουν (74% δήλωσε ότι έχει σαφή εταιρικό σκοπό), το μήνυμα δεν έχει διαδοθεί ευρέως στους εργαζόμενους.

2. Υπευθυνότητα: Η δημιουργία διαδικασιών συμμετοχικότητας, οι οποίες επιτρέπουν στους υπαλλήλους να μιλούν για τις ανησυχίες τους, συμβάλει στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης. Από τους ιδιοκτήτες οικογενειακών επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, το 42% δήλωσε ότι επιτρέπει στους υπαλλήλους να αμφισβητήσουν τις αποφάσεις της διοίκησης. Αυτό σημαίνει ότι το 58% δεν το κάνει. Άρα και εδώ υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης.

3. Διαφορετικότητα, ισότητα και συμπερίληψη: Αυτός είναι ένας τομέας στον οποίο οι οικογενειακές επιχειρήσεις καταγράφουν επιδόσεις πολύ κάτω του μετρίου. Από τους ιδιοκτήτες οικογενειακών επιχειρήσεων που ερωτήθηκαν:

● Μόνο το 18% δήλωσε ότι έχει μια συγκεκριμένη πολιτική για τη Διαφορετικότητα, την Ισότητα και τη Συμπερίληψη

● Μόνο το 26% απάντησε ότι έχει αναλάβει σαφή δέσμευση ότι προωθεί τη Διαφορετικότητα, την Ισότητα και τη Συμπερίληψη

● Μόνο το 24% σημείωσε ότι έχει άτομο/ομάδα υπεύθυνη για τη Διαφορετικότητα, την Ισότητα και τη Συμπερίληψη

Σύμφωνα με την έρευνα, η αύξηση της εμπιστοσύνης μεταξύ των εργαζομένων τους αποτελεί τη δεύτερη βασική προτεραιότητα (σε ποσοστό 50% των ερωτηθέντων) για τις ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις τα επόμενα 2 χρόνια, μετά την εισαγωγή νέων προϊόντων και
υπηρεσιών (65%).

Ωστόσο, αποτυγχάνουν να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά τον σκοπό και τις αξίες τους στους υπαλλήλους τους, ενώ ταυτόχρονα δεν επαρκούν οι ενέργειές τους για να αυξήσουν αυτή την εμπιστοσύνη. Παραδέχονται ότι -επί του παρόντος- δεν εστιάζουν αρκετά και δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ενέργεια, επενδύσεις και πόρους για την προσέλκυση και τη διατήρηση ταλέντων.

Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη το γεγονός ότι μόνο το 24% και το 38% των ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων αντίστοιχα διαθέτουν άτομο ή ομάδα υπεύθυνη για τη Διαφορετικότητα, την Ισότητα και τη Συμπερίληψη και τα κριτήρια ESG.

Ο μετασχηματισμός και η εμπιστοσύνη των μελών της οικογένειας

Οι επικεφαλής οικογενειακών επιχειρήσεων κατανοούν την ανάγκη να έχουν εξασφαλίσει σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της οικογένειάς τους και το 69% πιστεύει ότι έχει πετύχει το στόχο αυτό. Ταυτόχρονα όμως, κατανοούν ότι η σύγκρουση μέσα στην οικογένεια
έχει επίδραση στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης στην ευρύτερη επιχείρηση.

Έτσι, περισσότεροι από ένας στους πέντε ερωτηθέντες αναγνώρισαν ότι οι οικογενειακές διαφωνίες είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Η αντιμετώπιση των συγκρούσεων δεν ήταν ποτέ εύκολη για τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Είναι μέρος μιας συνεχούς πρόκλησης για τη δημιουργία ισχυρών δομών οικογενειακής διακυβέρνησης. Σύμφωνα με την έρευνα, οι οικογενειακές συγκρούσεις εντός της επιχείρησης
συμβαίνουν πιο συχνά στην Ελλάδα από αλλού, ενώ σπάνια επιλύονται μέσω θεσμοθετημένων μηχανισμών ή υπηρεσιών επίλυσης συγκρούσεων.

Γεγονός που επιβεβαιώνεται από το εύρημα ότι μόνο μια μειοψηφία ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων διαθέτεις κάποια μορφή πολιτικής οικογενειακής διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων συμφωνιών μετόχων, οικογενειακών καταστατικών, πρωτοκόλλων διαδοχής, πολιτικών διανομής μερισμάτων ακόμη και διαθηκών.

Οι περισσότερες ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις πιστεύουν ότι έχουν ένα σαφές σύνολο οικογενειακών αξιών, παρόμοιες με τον παγκόσμιο μέσο όρο. Σύμφωνα με την έρευνα, το επίπεδο επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας είναι υψηλό, όμως μόλις το 48%
δηλώνει ότι υπάρχει σύμπνοια στην κατεύθυνση της εταιρείας, έναντι 59% διεθνώς.

Επιπλέον, το επίπεδο εμπιστοσύνης διαφοροποιείται μεταξύ των μελών της οικογένειας, καθώς μόνο το 42% δηλώνει ότι υπάρχουν υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της οικογένειας εκτός της επιχείρησης και των μελών της οικογένειας που εργάζονται στην επιχείρηση.